κοσμηματοπωλείο

κοσμηματοπωλείο
το
κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”